χυλώσῃ

χυλώσῃ
χυλώσηι , χύλωσις
converting into juice
fem dat sg (epic)
χυλόω
convert into juice
aor subj mid 2nd sg
χυλόω
convert into juice
aor subj act 3rd sg
χυλόω
convert into juice
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χύλωση — η / χύλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [χυλῶ / ώνω] 1. η χυλοποίηση τών τροφών κατά την πέψη 2. πύκνωση ενός χυμού με βρασμό …   Dictionary of Greek

  • χύλωση — η χυλοποίηση, μετατροπή των τροφών σε χυλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκχύλιση — Μέθοδος παραλαβής ορισμένων διαλυτών συστατικών από ένα μείγμα υγρών ή στερεών σωμάτων, με τη βοήθεια κατάλληλων διαλυτικών μέσων. Η διαδικασία της ε. περιλαμβάνει τρία στάδια: ανάμειξη του μείγματος με τον διαλύτη (εκχυλιστικό μέσο)· διαχωρισμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”